καταστατικῶς

καταστατικῶς
καταστατικός
fitted for calming
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καταστατικός — ή, ό (Α καταστατικός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που ιδρύει, που ρυθμίζει μια κατάσταση ή που αναφέρεται σε κάποια κατάσταση 2. φρ. «καταστατικός χάρτης» ο οργανικός νόμος με τον οποίο ιδρύεται κάτι («καταστατικός χάρτης τού ΟΗΕ») 3. το ουδ. ως ουσ …   Dictionary of Greek

  • πλειοψηφία — και πλειονοψηφία, η, ΝΑ ο μεγαλύτερος αριθμός ψήφων, η πλειονότητα τών ψήφων ή τών ψηφοφόρων σε μία διαδικασία ψηφοφορίας νεοελλ. 1. φρ. α) «απόλυτη πλειοψηφία» (δημ. δίκ.) η συμφωνία τής βουλήσεως ως προς το συζητηθέν θέμα τού ημίσεως συν ενός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”